λιγύφθογγον

λιγύφθογγον
λιγύφθογγος
clear-voiced
masc/fem acc sg
λιγύφθογγος
clear-voiced
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λιγύφθογγος — η, ο (Α λιγύφθογγος, ον) αυτός που έχει καθαρή και διαπεραστική φωνή, λιγυρός (α. «λιγύφθογγοι ὄρνιθες», Βάκχ. β. «τού Παρνασσού λιγύφθογγον Σπήλαιον», Κάλβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + φθόγγος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”